διτάξιος

διτάξιος
α, ο [ος , ον ] двухклассный (о школе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διτάξιος" в других словарях:

  • διτάξιος — α, ο αυτός που αποτελείται από δύο σχολικές τάξεις, ο χωρισμένος σε δύο τάξεις …   Dictionary of Greek

  • διτάξιος — α, ο (για σχολεία), αυτός που έχει δύο τάξεις ή δύο δασκάλους για όλες τις τάξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»